ολογράφως

ολογράφως
επίρρ. написано полностью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ολογράφως" в других словарях:

  • ολογράφως — (ΑΜ ὁλογράφως) επίρρ. βλ. ολόγραφος …   Dictionary of Greek

  • ολογράφως — επίρρ., με ολόκληρη τη λέξη γραμμένη: Αριθμητικώς και ολογράφως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁλόγραφος, ον) 1. (για λέξη) γραμμένος με όλα τα γράμματα, δηλ. όχι συντετμημένα ή με τα αρκτικά της 2. γραμμένος εξ ολοκλήρου από το χέρι τού συγγραφέα, ιδιόγραφος («ὡς καὶ τοῡτο ὁλόγραφοι δηλοῡσιν αὐτοῡ πρὸ τῶν τόμων ἐπισημειώσεις»,… …   Dictionary of Greek

  • ολογράμματος — ὁλογράμματος, ον (Α) 1. ολόγραφος, γραμμένος με όλα τα γράμματα του, χωρίς σύντμηση ή περικοπή γραμμάτων 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ὁλογράμματος τίτλος έργου τού Μενεκράτους. επίρρ... ὁλογραμμάτως (Α) ολογράφως, χωρίς σύντμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»